ὑπορύσσοντες

ὑπορύσσοντες
ὑπορύσσω
dig under
pres part act masc nom/voc pl
ὑπορύ̱σσοντες , ὑπορύσσω
dig under
pres part act masc nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • πέριξ — ΝΜΑ 1. πρόθ. γύρω από κάτι (α. «πέριξ τού στρατοπέδου» β. «πύλαι δὲ ἐνεστᾱσι πέριξ τοῡ τείχους ἑκατόν», η ρόδ.) 2. (με άρθρ. ως επιθ. προσδ.) αυτός που βρίσκεται γύρω από κάτι (α. «πάμε στα πέριξ» β. «πάντων γε τῶν πέριξ ῥαδίως ἄρξειν», Ξεν.) αρχ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”